ΙΣΤΟΡΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Στους πρόποδες της Όσσας, σε υψόμετρο 150μ. ξεπροβάλλει το Συκούριο. Το όνομα του Συκουρίου προέρχεται από την αρχαία πόλη της Πελασγιώτιδας, Σικύριο και το μυθικό βασιλιά Σύκουρο. Το Συκούριο αναφέρεται κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., την εποχή των μακεδονορωμαϊκών πολέμων, από τον ιστορικό Πολύβιο (ΚΖ, 8, 15), ως Σικύριο και από τον λατίνο ιστορικό Τίτο-Λίβιο (42, 54, 9), ως Sucurium ή Sicurium.
Κατά τον Στέλιν τα ερείπιά του βρισκόταν στη δεξιά όχθη του ρέματος Παλιοκαρυά. Στα βυζαντινά χρόνια ονομάζονταν Νέα Καισάρεια. Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας επί Τουρχάν μπέη το χωριό εποικίσθηκε από οικογένειες Οθωμανών νομάδων κτηνοτρόφων που ήρθαν από το Ικόνιο (Κονιάροι) και έδωσαν το όνομα Μπουγιούκ Κεσερλί δηλαδή Μεγάλο Κεσερλί που σημαίνει την περιοχή του σκεπαρνιού. Ίσως το σκεπάρνι να ήταν το σύμβολό τους. Την περίοδο αυτή ήταν μεγάλο και πλούσιο χωριό με περιβόλια και άφθονα νερά, όπου τα καλοκαίρια παραθέριζαν οι μπέηδες της Λάρισας. Γνωστό ήταν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες το κονάκι του Ατίφ Ταϊφούρ μπέη στη συνοικία «Μπειλέρ» (συνοικία των μπέηδων).
Οι πρώτοι Έλληνες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ, αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος (1881), αγόρασαν κτήματα από τους Τούρκους που έφευγαν παλιννοστώντας στο Ικόνιο. Μέχρι το 1899 υπήρχαν ακόμη Τούρκοι στην περιοχή. Στην περιφέρεια του Μεγάλου Κεσερλί, όλα σχεδόν τα χωριά ήταν κεφαλοχώρια και γι'αυτό μπορούσε κανείς να αγοράσει σπίτι και χωράφια. Αντίθετα στον κάμπο της Λάρισας υπήρχαν μόνο τσιφλίκια και δεν πωλούσαν μικρά κτήματα. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα αγοράς σπιτιών υπήρξε η κύρια αιτία που προσέλκυσε από νωρίς στον εποικισμό του χωριού πολλές οικογένειες από άλλα μέρη της ελεύθερης και της υπόδουλης Ελλάδας.
Σήμερα το Συκούριο κατοικείται καθ'όλη τη διάρκεια του χρόνου-χειμώνα και καλοκαίρι- από 2554 άτομα, Μακεδόνες, Βλάχους, Σπηλιώτες, Σαρακατσαναίους, Λιδορικιώτες, Μικρασιάτες, κι Αρβανίτες. Ασχολούνται με τα πρωτογενή επαγγέλματα, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, βιοτέχνες, εργάτες και υπάλληλοι (ιδιωτικοί και του δημοσίου).
Ασχολούνται επίσης και με τα παραδοσιακά επαγγέλματα: του γανωτή, του πεταλωτή, του στραγαλοποιού, του τσαγκάρη, του φανοποιού, του οργανοπαίχτη, του χτίστη πέτρας, του οινοποιού, διαθέτοντας και αρκετά καζαναριά με άμβυκες για να κάνουν την απόσταξη του τσίπουρου.
Με την εγκατάσταση τους εδώ, οι πρώτες λίγες οικογένειες για την εκπλήρωση των θρησκευτικών τους καθηκόντων έχτισαν τον πρώτο ι.ν. των Αγίων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης (είναι ο πολιούχος) και όταν αυξήθηκαν το 1902 άρχισαν να χτίζουν στον ίδιο χώρο τον σημερινό περικαλλή ναό που εορτάζει στις 21 Μαΐου.
Άλλοι ναοί είναι: ο Κοιμητηριακός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, το ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής με την καρκινική επιγραφή: «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ», στην ωραία τοποθεσία οι Μύλοι, κατάφυτη από πεύκα δωρεά των αδελφών Νικολάου και Χρήστου Κίττα στη μνήμη της ιερής σκιάς των γονέων τους Μιχαήλ και Ζωής, και πανηγυρίζει την Παρασκευή της Διακαινησίμου μετά το Πάσχα και ο νεοΐδρυτος ημιτελής του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου, δωρεά των αδελφών Χάιδως και Σταματίας Γεωργ. Σαμαρά, στη μνήμη του αδελφού τους Ευθυμίου.
Εκτός από τις εκκλησίες ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα πέτρινα διώροφα και ημιδιώροφα σπίτια, που τα περισσότερα είναι δημιουργήματα Ηπειρωτών μαστόρων και αποδεικνύουν την ιδιαίτερη ευημερία των κατοίκων την περίοδο εκείνη με αρχιτεκτονικά γνωρίσματα υψηλής τεχνικής. 
Μερικά από αυτά σώζονται και είναι πραγματικά στολίδια για τον τόπο: το παλιότερο διώροφο αρχοντικό είναι του Χρήστου Γεωργ. Πολύζου στη συνοικία Τζουμά, (σήμερα Καλλιθέα) στην πλατεία Αμβροσίου Κασσάρα. Στη μια από τις δύο εντοιχισμένες μαρμάρινες κτητορικές επιγραφές είναι σκαλισμένα: «Ιησούς Χριστός Νικά το Παν. Χρήστος Γεωργίου Πολύζος Ζαγορίσιος, 20/2/1981».
Ακολουθεί του Αντωνίου Νικολάου Ματσίκα που χτίστηκε το 1901. Στη μετόπη υπάρχουν εντοιχισμένες οι προτομές των κτητόρων, αριστερά της γυναίκας του και δεξιά του ίδιου. Το σπίτι στη δεκαετία του '20 πουλήθηκε και το αγόρασε ο Σπηλιώτης Ιωάννης Νικόλαου Πράπας.
Στην ίδια συνοικία όπου γινόταν και το παζάρι της Παρασκευής (Τζουμά Παζάρ) υπάρχουν και τα σπίτια: του Νικολάου Σπύρου Μακρή (Τσιόλα) χτισμένο το 1903 γνωστό ως σπίτι με το φοίνικα, σήμερα του Κωνσταντίνου Δημητρίου Μητροδήμου, του Παρασκευά Σιδεριάδη χτισμένο το 1905 με το εντυπωσιακό σιδερένιο μπαλκόνι, του μητροπολίτη Αμβροσίου Κασσάρα (1907) που έζησε για πολλά χρόνια και πέθανε στο Συκούριο το 1918 και του Γεωργίου Χατζόπουλου, σήμερα του Μιχαήλ Β. Ντίνα. Στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου τα σπίτια: του Ιωάννη Παπαμιχαλόπουλου (Σαντραβέλη) χτίστηκε το 1903, του Νικολάου Τηλιού (Ποτούλη) σήμερα, των αδελφών Κων/νου και Νικολάου Βας. Ζέγγου, το ξενοδοχείο «ο Κίσαβος» του Χρήστου Ζαχ. Παπαζαχαρία και το δημαρχιακό κατάστημα. Νεότερα είναι: του παπα-Στεργίου Ηλία Ήλου,(1915), του Γεωργίου Νικολή σήμερα του Νικολάου Πουτσιάκα, του Αθανασίου Ιωάννη Μπέλτσιου, του Ιωάννη Ευθυμίου Παπαζαχαρία, του Σπύρου Κων. Καραδήμου και του Μιχαήλ Ξεν. Χατζή, νεοκλασικό άριστης κατασκευής και διαρρύθμισης με κόγχες στην κεντρική είσοδο και ακροκέραμα σε όλη την μπροστινή όψη της σκεπής.
Στα παραδοσιακά κτίσματα καταγράφονται και οι 6 νερόμυλοι που άλεθαν τα γεννήματα κατά μήκος του χειμάρρου Μπαρτσιά από τη θέση Ξηρολάκκι μέχρι τη μαγευτική θέση «οι Μύλοι» στις παρυφές του χωριού. Στις μέρες μας σώζονται μόνο δύο, χωρίς να λειτουργούνε. Αξιοπρόσεκτο κτίσμα εντός του οικισμού είναι το παλιό βιομηχανικό συγκρότημα του Μιχαήλ Νικ. Κίττα στο οποίο στεγάζονταν ο κυλινδρόμυλος που κινούνταν με μικρή πετρελαιομηχανή και η μονάδα ηλεκτροφωτισμού, η οποία λειτουργούσε από το 1935 έως το 1960 όταν εξαγοράστηκε από τη Δ.Ε.Η.
Το Συκούριο ανέκαθεν ήταν το κέντρο ανάπτυξης ως προς την εμπορική και οικονομική ζωή της περιοχής. Παλιά, από το 1891 έως το 1905 γινόταν ετήσια εμποροπανήγυρη στο «Μικρό Μεριά» η οποία διαρκούσε οχτώ ημέρες.
Η επαφή αυτή των εμπόρων με τους κατοίκους που έρχονταν από τα χωριά της ευρύτερης περιοχής δημιουργούσε πολλές συναλλαγές και παράλληλα εξασφάλιζε και νέες προσόδους για τον τέως δήμο Νέσσωνα.
Σήμερα στην πρωτεύουσα του δήμου δραστηριοποιούνται πολλοί επαγγελματίες έμποροι και βιοτέχνες, που καλύπτουν τις σύγχρονες βιοτικές ανάγκες των κατοίκων.
Στον τομέα της Παιδείας λειτουργούν: 
*Νηπιαγωγείο 
*Δημοτικό, το οποίο χτίστηκε το 1907 με δαπάνες του Ανδρέα Συγγρού και το 1936 έγινε επέκταση του διδακτηρίου με δαπάνες του κράτους. Το 1980 το κτίσμα κρίθηκε «διατηρητέο» επειδή είναι νεοκλασικού ρυθμού και έχει κύρια χαρακτηριστικά τη λιτότητα και τη συμμετρία. Από το έτος 2003 στεγάζεται το Δημαρχείο.
*Νέο Δημοτικό: Με την έναρξη της σχολική χρονιάς 2002 - 2003 λειτούργησε το 12θέσιο νέο Δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο μαζί, σε ένα ηλιόλουστο χώρο τεσσάρων περίπου στρεμμάτων που έχει: υπόγειο, ισόγειο, ά όροφο συνολικού εμβαδού 1557μ2 με άνετες αίθουσες διδασκαλίας, W.C. και κατάλληλες ράμπες πρόσβασης για παιδιά - άτομα με ειδικές ανάγκες. Καινοτομία αποτελεί η αίθουσα των πολλαπλών χρήσεων ενός ζωτικού χώρου που δίνει άλλη διάσταση στο σχολικό αυτό κτιριακό συγκρότημα με εμβαδόν 320μ2 όπου γίνονται όλες οι σχολικές γιορτές, οι συνελεύσεις των γονέων και των κηδεμόνων κι άλλες εκδηλώσεις πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
 
*Γυμνάσιο - Ενιαίο Λύκειο
*Δημοτική Βιβλιοθήκη με πολλούς τόμους (ιδρύθηκε το 1991)
*Ιδιωτικά Μέσης Εκπαίδευσης φροντιστήρια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών. 
Παράλληλα δραστηριοποιούνται σύλλογοι και σωματεία: Σύλλογος Φυσικής Αγωγής Νέων «ο Κίσαβος», Κυνηγετικός Σύλλογος, Σύλλογος Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, Σύλλογος Γυναικών, Σύλλογος Αιμοδοτών, Αγροτικός Συνεταιρισμός, Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, Σώμα Ελληνίδων Οδηγών και η Ένωση Εμποροεπαγγελματοβιοτεχνών. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία που αναπτύσσει η Μουσική Σχολή με τη μικτή χορωδία ανδρών - γυναικών καθώς και το Λαογραφικό Μουσείο που τελεί υπό την αιγίδα του Πολιτιστικού Οργανισμού.
Στην κεντρική πλατεία του χωριού, στην πλατεία Θέμιδας είναι στημένο το Ηρώο με χαραγμένα τα ονόματα 32 Συκουριωτών που έχυσαν το αίμα τους στους πολέμους του 1912-1913 και της Μικρασιατικής εκστρατείας και στην αρχή του δρόμου Συκουρίου - Σπηλιάς, βρίσκεται το Μνημείο της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944). 
Στις τριήμερες θρησκευτικές εκδηλώσεις του πολιούχου Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης 21 Μαΐου, τα «Κωνσταντίνεια» λαμβάνουν χώρα: Σκοπευτικοί αγώνες, αθλητικοί αγώνες (παίζουν η ποδοσφαιρική ομάδα των παλαιμάχων με τους νέους), επίδειξη αιωροπτεριστών και την παραμονή λαϊκό γλέντι στην πλατεία Θέμιδας.
Το δεύτερο 15ήμερο του Αυγούστου γίνεται το πολιτιστικό διήμερο του Μ.Ε.Σ. με θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας και βιβλίων. Επίσης κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της Αποκριάς διοργανώνονται αποκριάτικα δρώμενα με μεγάλη συμμετοχή των δημοτών αναβιώνοντας έθιμα όπως: το άναμμα της μπουμπούνας, το γαϊτανάκι, παρέλαση αρμάτων και παραδοσιακό γλέντι στο οποίο συμμετέχουν ντόπιοι μουσικοί. Παλιότερα την περίοδο της Άνοιξης γινόταν και τα «Ανθεστήρια» άρματα με άνθη αμυγδαλιάς και κοπέλες ντυμένες στα λευκά.
Το πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου ο Σύλλογος Γυναικών διοργανώνει τη «Γιορτή Αμυγδάλου» που έγινε θεσμός με πλούσιες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που γίνονται στην πλατεία Θέμιδας προσφέροντας στους επισκέπτες και σε όλους τους παρευρισκόμενους μεγάλη ποικιλία γλυκισμάτων που έχουν ως βάση το αμύγδαλο.
Στα ανατολικά του Συκουρίου είναι οι πηγές: Κρυόβρυση, Κεραμίδα, Ουρλίστρα που ξεδιψούνε με τα κρυστάλλινα νερά τους οι κουρασμένοι περιπατητές, οι κτηνοτρόφοι, οι κυνηγοί κ.ά. 
Ενδιαφέρον προξενεί η ομβριοδεξαμενή (ταμιευτήρας) στη θέση «Μύλοι - Κληματαριά» που έγινε το 1963 και με τη διαχρονικότητά της αρδεύονται 2000 στρέμματα χωράφια, καπνότοποι, λαχανόκηποι και ελαιωνές, ενώ αποτελεί ιδανικό τόπο ψαρέματος. 
Στην ίδια τοποθεσία βρέθηκαν πιθανότατα τάφοι. Αξιόλογο είναι το «κιόσκι», που έχει ο Κυνηγετικός Σύλλογος στη θέση «Τρίστρατο» εκεί που ενώνονται οι δρόμοι του Συκουρίου, της Σπηλιάς και της Αρκουδόβρυσης, ενώ στην «Κληματαριά» είναι και το σκοπευτήριο του Κυνηγετικού Συλλόγου. Ιδεώδεις τοποθεσίες για περίπατο και αναψυχή αποτελούνε η δασική έκταση ανάμεσα στο Συκούριο και στη Σπηλιά, κατάφυτη από πεύκα, πουρνάρια, κέδρα και πλατάνια.
Η δενδροφύτευση μιας μεγάλης έκτασης 1500 στρεμμάτων με πεύκα που αποτελεί το «περιαστικό άλσος» του χωριού, πραγματοποιήθηκε τα έτη 1951 - 1952 βάση του προγράμματος «Πρόνοια - Εργασία». Ένα μέρος των χρημάτων προήλθε από το Αμερικάνικο σχέδιο Μάρσαλ που από το 1947 παρείχε οικονομική βοήθεια για την αποκατάσταση των ζημιών των κρατών της Ευρώπης που είχαν πληγεί από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Στην περιοχή των «Μύλων» βρίσκεται και το εργαστήρι του γλύπτη Στέλιου Παπανικολάου. Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά το Συκούριο και την περιοχή μπορούμε να συλλέξουμε από τα βιβλία: 
θανάσιος Αντ. Τσούκας, «Το Συκούριο» Θεσσαλονίκη 1982.
*Ιωάννης Νικ. Πράπας, «Το Συκούριο από το 1881 έως το 1996. *Ιστορική εισαγωγή Κώστας Σπανός, Λάρισα 1996.
*Ιωάννης Νικ. Πράπας, «Τα τοπωνύμια του Συκουρίου και της Όσσας», Λάρισα 1998. 
*Ιωάννης Νικ. Πράπας, «Ο πολιούχος ιερός ναός των Αγίων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης», Λάρισα 2001.  
*Ιωάννης Νικ. Πράπας «Το Συκούριο τίμησε τον άνθρωπο, το γιατρό και κοινοτάρχη Βασίλειο Αντ. Τζούκα», Λάρισα 2003.  
Σημαντικές πληροφορίες αντλούμε και από την τοπική 8σέλιδη εφημερίδα του Μορφωτικού - Εκπολιτιστικού Συλλόγου Συκουρίου με τίτλο «Φωνή περιοχής Συκουρίου» που πρωτοεκδόθηκε διμηνιαία το 1980 και τριμηνιαία το 1982 για να διακοπεί η έκδοσή της μετά από λίγο καιρό. Από το 1999 επανεκδίδεται τριμηνιαία ανελλιπώς και ταχυδρομείται όπου κατοικούν Συκουριώτες στην Ελλάδα και ομογενείς στο εξωτερικό. Στις δραστηριότητες του Μ.Ε.Σ. εντάσσεται και η έκδοση τριών τοπικών εύχρηστων τηλεφωνικών καταλόγων της περιοχής, των ετών 1992, 1995 και 2001.
Στο Συκούριο ο επισκέπτης θα βρει: καφενεία, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία, καφετέριες και πρατήρια υγρών καυσίμων.


ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΚΟΥΡΙΟΥ
Στον αναπαλαιωμένο νερόμυλο του Συκουρίου στεγάζεται πλέον το Λαογραφικό Μουσείο του Δήμου Νέσσωνος.
Πρόκειται για τον παλιό Νερόμυλο του Συκουρίου, που κατασκεύασε με πολύ μεράκι πριν από έναν αιώνα περίπου ο Μιχαήλ Κίττας, ή αλλιώς τους ιστορικούς «Μύλους» που οι απόγονοί του δώρισαν στην πρώην κοινότητα του Συκουρίου.
Η σύστασή του ξεκίνησε από το μεράκι και την ευαισθησία ενός ιδιώτη, δημότη του Συκουρίου, του κ. Γιάννη Πράπα, ο οποίος συνέλεγε, είτε με αγορές είτε από δωρεές, αντικείμενα λαογραφικού και ιστορικού ενδιαφέροντος από το 1986 και αποφάσισε γύρω στο 1994 να τα εκθέσει στο σπίτι του καθώς τότε δεν υπήρχε άλλος προβλεπόμενος χώρος. Η κίνησή του αυτή ευαισθητοποίησε τους δημότες αλλά και τις τοπικές αρχές καθώς συνειδητοποιούσαν την ανεκτίμητη κληρονομιά που παρέλαβαν από τους προγόνους τους.
Με την αύξηση του ενδιαφέροντος, αυξάνονταν και τα εκθέματα, σε σημείο που να είναι επιτακτική η ανάγκη εξεύρεσης χώρου στέγασης.
Έτσι τον Μάιο του 2001, με πρωτοβουλία του δημάρχου και του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Νέσσωνος συστήθηκε το Λαογραφικό Μουσείο Συκουρίου το οποίο στεγαζόταν μέχρι τότε σε μισθωμένο κτίριο του οικισμού.
Σήμερα στο Λαογραφικό Μουσείο Συκουρίου εκτίθενται πάνω από χίλια αντικείμενα, τα οποία προέρχονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από κατοίκους του Συκουρίου αλλά και από κατοίκους από τους οικισμούς της Σπηλιάς, του Πουρναρίου και της Όσσας.
Η συλλογή αφορά κυρίως σε αντικείμενα γεωργικά, ποιμενικά, ύφανσης, διαφόρων επαγγελματιών, καλτσοπλεκτικά, νοικοκυριού κ.ά., μυλόπετρες, τουμπέκια, ποτίστρες πέτρινες και πολλά άλλα.
Επίσης υπάρχει φωτογραφικό υλικό σε κορνίζες και μέσα σε διαφάνειες συλλογές κερμάτων, σπιρτόκουτων, ραδιοφώνων – ενισχυτών, όπλων και πολεμικών εφοδίων από τους πολέμους 1912 – 1949, αρχεία εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων, εκκλησιαστικά βιβλία και άμφια ιερέων, ακόμη και μουσικά όργανα.
Τέλος υπάρχει το τοπικό Γενικό Αρχείο του Κράτους με βάση αρχειακό υλικό που διασώθηκε από την περίοδο 1881 – 1912 κατά την οποία λειτούργησε για πρώτη φορά ο Δήμος Νέσσωνος.

1 σχόλιο: